Dictionary of Greek. 2013.
ρυποφορώ — και ῥυπαροφορῶ, έω, Α φορώ ακάθαρτα, βρόμικα ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος / ῥυπαρός + φορῶ (< φόρος*)] … Dictionary of Greek